-
1 συμβιόω
συμβῐ-όω, [tense] fut. - βιώσομαι: [tense] pf. - βεβίωκα: [tense] aor. - εβίων, inf. - βιῶναι, but also [tense] aor. 1A- βιῶσαι Thphr. HP2.1.2
, D.S.4.54, Sor.2.89:— live with, τινι Isoc.15.97;μετά τινος Arist.MM 1212b31
; πρός τινα (v. συμβιωτέον); ἥδιστος συμβιῶναι Isoc.Ep.4.4
;χείρους πρὸς τὸ συμβιοῦν Arist.EN 1126a31
;ὡς κοινῇ συμβιωσόμενοι Pl.Smp. 181d
; of a husband, Wilcken Chr.122.3 (i A.D.); of a concubine, BGU614.3 (iii A.D.); of a wedded pair, as opp. to mere cohabitation ([etym.] συνοικεῖν), Plu.2.142f, cf. BGU251.4 (i A.D.), etc.2 of plants, [ἐλάαν φασὶ] πρὸς κιττὸν ς. Thphr. l.c.3 metaph.,σ. τῷ φρονεῖν Clearch.15
;ἀγαθῇ τύχῃ D.18.266
;χαρὰ σ. τινί Plu.2.1099f
; σ. μέσφι θανάτου, of a disease, Aret.SD1.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συμβιόω
См. также в других словарях:
συμβιώνω — συμβιῶ, όω, ΝΜΑ (για πρόσ. και οργανισμούς) ζω μαζί με κάποιον (α. «με καλή θέληση, όλοι οι άνθρωποι μπορούν να συμβιώσουν ειρηνικά» β. «ὡς κοινῇ συμβιωσόμενοι», Πλάτ. γ. «χείρους πρὸς τὸ συμβιοῡν», Αριστοτ.) αρχ. 1. (για συζύγους) συζώ 2. μτφ.… … Dictionary of Greek